Ωκυτοκίνη

02/11/2015

Ορμόνη που εκκρίνεται από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και προκαλεί τις συσπάσεις της μήτρας κατά τον οργασμό ή κατά τον τοκετό και την ροή του γάλακτος από το μαστό κατά τη διάρκεια του θηλασμού.

Posted in Ω