Αναισθησία

Τοπική αναισθησία

Τα κύρια προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπιστούν κατά τη χρήση τοπικής αναισθησίας είναι η ανησυχία, η αγγειοκολπική αντίδραση και ο πόνος. Οι περισσότερες ασθενείς είναι δικαιολογημένα ανήσυχες κατά την εισαγωγή στην αίθουσα υστεροσκόπησης. Δεν είναι όλες οι ασθενείς κατάλληλες για υστεροσκόπηση στα εξωτερικά ιατρεία και για υστεροσκοπική χειρουργική (Magos et al., 1989). Είναι σημαντικό να δημιουργηθεί χαλαρή ατμόσφαιρα, που περιλαμβάνει καρέκλα ή καναπέ γυναικολογικής εξέτασης, και πάνω απ’ όλα επικοινωνία μεταξύ του χειρουργού και της ασθενούς.

Η έλκυση στον ίδιο τον τράχηλο και η διαστολή μπορεί να προκαλέσουν αγγειοκολπική αντίδραση. Η ασθενής μπορεί να αισθανθεί άβολα και να έχει χαμηλό παλμό και πτώση της πίεσης του αίματος. Οι κολπικές αντιδράσεις μπορεί να εμποδιστούν με χορήγηση ατροπίνης 0,6 mg με ενδομυική ένεση περίπου 20 λεπτά πριν από τη διαδικασία. Το γλαύκωμα είναι ασύνηθες, αλλά θα πρέπει να εξαιρεθεί πριν τη χορήγηση αυτού του φαρμάκου. Η ασθενής θα πρέπει να προειδοποιηθεί σχετικά με την πιθανότητα θολής όρασης μετά τη χορήγηση, και συστήνεται να ζητηθεί από την ασθενή να έχει συνοδό για την έξοδο και για να τη συνοδεύσει στο σπίτι.

Ο πόνος είναι αποτέλεσμα της διαστολής του τραχήλου πέρα από το Hegar 5-6 και επίσης από την υπερδιάταση της μητριαίας κοιλότητας με CO2. Ο πόνος μπορεί να ελαττωθεί με προεγχειρητική χορήγηση ναπροξένης νατρίου 500mg με πρωκτικό υπόθετο δύο ώρες πριν από την επέμβαση και/ ή με χρήση τοπικής αναισθησίας σε ένα παρατραχηλικό σημείο.

Οι προετοιμασίες είναι αποτελεσματικές σε 2-3 λεπτά και παρέχουν καλή ανακούφιση από τον πόνο για έως και 30 λεπτά. Η δράση παρατείνεται τριπλάσια κατά τον συνδυασμό με αγγειοσυσταλτικά αντιδραστήρια, αλλά αυτά σπάνια χρειάζονται στη υστεροσκόπηση ιατρείου, όπου οι περισσότερες διαδικασίες είναι σύντομης διάρκειας.

Γενική αναισθησία

Η γενική αναισθησία θα πρέπει να χορηγείται μέσα σε ελεγχόμενη αναπνοή θετικής πίεσης και ενδοτραχειακό σωλήνα για όλα τα διαγνωστικά και χειρουργικά υστεροσκόπια και για τον συνδυασμό λαπαροσκόπησης και υστεροσκόπησης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται CO2 ως μέσο διάτασης. Η απορρόφηση του CO2 οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα CO2 στο πλάσμα, ιδιαίτερα εάν υπάρχει σχετική υποξία, όπως συμβαίνει συχνά κατά τη διάρκεια της πρόκλησης της αναισθησίας. Το pH του αίματος πέφτει και υπάρχει απελευθέρωση κατεχολαμινών, κάτι που οδηγεί με τη σειρά του σε αγγειοσυστολή, αυξημένη κεντρική φλεβική πίεση και καρδιακές αρρυθμίες. Οι παρενέργειες της απορρόφησης του CO2 μπορούν συνήθως να προβλεφθούν με υπεραερισμό με 30% οξυγόνο, αν και μπορεί να παρουσιαστούν επιπλοκές εάν η ασθενής έχει μεταβολική οξαιμία, ακόμα και εάν έχει υπάρξει αντιστάθμιση.