Εισαγωγή
Για πολλές δεκαετίες η διάγνωση των ενδομητρικών βλαβών επιτυγχάνεται με υστεροσαλπιγγογραφία και διαγνωστική απόξεση (ΔΑ) . Το σχετικά παχύ μυομήτριο (τοίχωμα της μήτρας) επιτρέπει την ‘τυφλή’ οξεία απόξεση του ενδομήτριου συνήθως χωρίς μόνιμη βλάβη στον βλεννογόνο ή στην ίδια την μήτρα.
Για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό του ενδομητρικού καρκίνου και της υπερπλασίας του ενδομητρίου οι ΔΑ εμφανίστηκαν πολύ αποτελεσματικές, καθώς είναι μια καλή μέθοδος για τη λήψη κατάλληλων δειγμάτων ιστού για ιστολογική εξέταση από την ενδομητρική κοιλότητα. Όμως, μετά την ανάπτυξη των κατάλληλων τεχνικών για την υστεροσκοπική οπτική εμφάνιση της μητριαίας κοιλότητας (Edström and Fermström, 1970, Lindemann, 1971), έγινε εμφανές ότι οι ΔΑ είναι αναξιόπιστες για τη διάγνωση άλλων ενδομήτριων παθολογικών καταστάσεων, ειδικά για καλοήθεις όγκους – η άμεση οπτική εξέταση της μητριαίας κοιλότητας αποκάλυψε ενδομήτριους πολύποδες, υποβλεννογόνια ινομυώματα και συμφύσεις που οι ΔΑ απέτυχαν να αποκαλύψουν. Παράλληλα, αναπτύχθηκε η υστεροσκοπική χειρουργική, η οποία επιτρέπει τη χειρουργική αντιμετώπιση σχεδόν όλων αυτών των διαταραχών με ελάχιστη επεμβατική θεραπεία και με απαίτηση καθόλου ή ελάχιστης νοσηλείας.
Η υστεροσαλπιγγογραφία (HSG) εφαρμόζεται κυρίως σε υπογόνιμες γυναίκες, για την ανίχνευση ενδοκοιλοτικών και σαλπιγγικών παθολογικών καταστάσεων. Η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων εξαρτάται από την τεχνική που χρησιμοποιείται. Η σύγκριση με την υστεροσκοπική εξέταση έδειξε τόσο εσφαλμένα θετικά, όσο και εσφαλμένα αρνητικά ευρήματα υστεροσαλπιγγογραφίας της μητριαίας κοιλότητας. Τα ελλείμματα της υστερογραφικής πλήρωσης υποδηλώνουν ενδομήτριες διαταραχές και απαιτούν περαιτέρω διάγνωση. Η υστεροσκόπηση αποδείχτηκε ότι είναι η πιο αξιόπιστη μέθοδος για τον προσδιορισμό της φύσης των ενδοκοιλοτικών υστερογραφικών ανωμαλιών και τον προσδιορισμό της ανάγκης για θεραπεία. Η υστερογραφία είναι χρήσιμη ως μέθοδος εξέτασης, αλλά δεν αποκλείει τις ενδομήτριες ή (περι) σαλπιγγικές παθολογικές καταστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα η υπερηχογραφία και ειδικά η διακολπική υπερηχογραφία (TVS) έχει εξελιχθεί σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ανίχνευση των ενδομητρικών ανωμαλιών.
- Στη μετακλιμακτηριακή αιμορραγία, ένα διπλής παρυφής ενδομήτριο με πάχος στρώματος της τάξης των 4 mm ή λιγότερο αποκλείει σχεδόν απόλυτα την ενδοκοιλοτική ή ενδομήτρια παθολογία.
- Στις προκλιμακτηριακές γυναίκες, η μέθοδος είναι λιγότερο αξιόπιστη, αν και οι ενδομήτριοι όγκοι, όπως τα ινομυώματα και οι ενδομήτριοι πολύποδες, γενικά θα ανιχνευθούν ή θα υπάρχει σχετική υπόνοια.
Η ακριβής φύση και θέση της παθολογίας, όμως, είναι μάλλον δύσκολο να προσδιοριστεί με αυτή την έμμεση οπτική τεχνική, η οποία επίσης δεν διαθέτει τη δυνατότητα λήψης κατευθυνόμενων ιστολογικών δειγμάτων. Καθώς αυτοί οι τομείς έχουν μεγάλη σημασία στην εκτίμηση των πιθανοτήτων για μια επιτυχή διακολπική ενδοχειρουργική, τα μη φυσιολογικά ενδομητρικά ευρήματα με ενδοκολπικό υπερηχογράφημα (TVS ) θα πρέπει σχεδόν πάντοτε να οδηγούν σε υστεροσκοπική άμεση οπτική και ιστολογική διάγνωση. Η TVS είναι μέθοδος σάρωσης, ενώ η υστεροσκόπηση είναι διαγνωστική μέθοδος – οι τεχνικές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μαζί και όχι ανταγωνιστικά.